- λοβιτούρα
- η(λ. ρουμ.), παρασκηνιακή ενέργεια για παράνομη προμήθεια, κερδοσκοπικό κόλπο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λοβιτούρα — η 1. απάτη ή παρασκηνιακή ενέργεια που αποβλέπει στην ανάληψη κρατικής ή άλλης προμήθειας ή σε επικερδή επίλυση προσωπικής υπόθεσης ή σε παράνομο κέρδος 2. το κέρδος που πετυχαίνεται με τέτοιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμ. lovitură «χτύπημα»] … Dictionary of Greek
λοβιτουρατζής — ο αυτός που κάνει λοβιτούρες και πλουτίζει από αυτές ή τίς επιδιώκει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοβιτούρα + κατάλ. τζής] … Dictionary of Greek